- αυτοκινητιστής
- ο автомобилист; шофёр; водитель машины;
ιδιοκτήτης αυτοκινητιστής — владелец, собственник машины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδιοκτήτης αυτοκινητιστής — владелец, собственник машины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοκινητιστής — ο 1. αυτός που οδηγεί αυτοκίνητο, κυρίως επαγγελματικά 2. ιδιοκτήτης επαγγελματικού οχήματος … Dictionary of Greek
αυτοκινητιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που οδηγεί αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ραλίστας — ο, θηλ. ραλίστρια, Ν (αθλ.) αυτοκινητιστής που μετέχει σε αγώνες ράλυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράλι / ράλλυ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας, πιαν ίστας)] … Dictionary of Greek